Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πᾶς ἀνήρ

См. также в других словарях:

  • Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται. — См. На покляпое дерево и козы скачут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Dative case — The dative case (abbreviated dat, or sometimes d when it is a core argument) is a grammatical case generally used to indicate the noun to whom something is given, as in George gave Jamie a drink . In general, the dative marks the indirect object… …   Wikipedia

  • на покляпое дерево и козы скачут — Свались только с ног, а за тычками дела не станет. Ср. Кто мимо льва ни шел, всяк вымещал ему По своему: Кто зубом, кто рогами. Крылов. Лисица и Осел. Ср. Wer fällt, über den läuft alle Welt. If a man once falls all will tread on him. Quand l… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • На покляпое дерево и козы скачут — На покляпое дерево и козы скачутъ. Свались только съ ногъ, а за тычками дѣла не станетъ. Ср. Кто мимо льва ни шелъ, всякъ вымѣщалъ ему         По своему: Кто зубомъ, кто рогами. Крыловъ. Лисица и Оселъ. Ср. Wer fällt, über den läuft alle Welt. If …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… …   Dictionary of Greek

  • επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …   Dictionary of Greek

  • καταχρυσώ — καταχρυσῶ, όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) [κατάχρυσος] καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.) 2. μτφ. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλεύω — (Α ξυλεύω) [ξύλον] (συν. το μέσ) ξυλεύομαι κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾱς ἀνήρ ξυλεύεται» αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε νεοελλ. προμηθεύομαι ξύλα …   Dictionary of Greek

  • προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»